-
1 номер
1. (порядковое число) о αριθμός- бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείουзаводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)« - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»2. (размер) о αριθμόςτομέγεθος3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер
-
2 крючок
το άγκιστρ/ο, ο γάντζος, το αγκίστριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крючок